- κέρτομος
- κέρτομος, -ον (Α)1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.)2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ-στομος. Το α' συνθετικό κερ- πιθ., < σκερ- τού σκερδόλλω*, ενώ το β' < -στομος < στόμα. Παλαιότερη ετυμολ. < κείρω + τέμνω δεν είναι σήμερα ευρύτερα αποδεκτή. Το ρ. κερτομῶ δεν θεωρείται παρ. τού κέρτομος, αλλά παράλληλος σχηματισμός από τα ίδια συνθετικά].
Dictionary of Greek. 2013.